Going places

Going places

1: An expression used to describe a young person who will probably succeed later in life

2: To be going from one place to another

3: Used to describe somebody who is going insane

4: To be using drugs, generally something you smoke

Urban dictionary

Το going places είναι μια έκφραση που χρησιμοποιείται για να πούμε ότι κάποιος θα πάει μπροστά, ή απλά θα επισκεφτεί πολλά μέρη. Ακόμη για να μιλήσει για κάποιον που τρελαίνεται ή έχει καπνίσει μαριχουάνα.  Σε αυτή την συλλογή φωτογραφιών προσπαθώ να συγκεντρώσω εικόνες που μεταφέρουν αυτές τις έννοιες και που δείχνουν την επιθυμία να ξεφύγεις από τα στενά όρια.

Privacy Preference Center